σκορπιόεις

σκορπιόεις
σκορπιό-εις, εσσα, εν,
A of a scorpion,

τύμμα Nic.Th.654

.
II of

σκορπίουρον, ῥίζεα Id.Al. 145

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκορπιόεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκορπιό ή αυτός που προέρχεται από σκορπιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + όεις*] …   Dictionary of Greek

  • σκορπιόεντα — σκορπιόεις of a scorpion neut nom/voc/acc pl σκορπιόεις of a scorpion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”